τρισολυμπιονίκης NOUN

Count: 3

ShortDef

thrice victorious at Olympia

Dictionaries

LSJ (τρισολυμπιονίκης)
Middle Liddell (τρισολυμπιονίκης)

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM
ACC 3
GEN
DAT
VOC
TOTAL 3  

Form List

form parse count
τρισολυμπιονίκαν ACC.SG MASC 2
τρισολυμπιονίκην ACC.SG MASC 1