μεγαλοπραγμοσύνη NOUN

Count: 4

ShortDef

the disposition to do great things, magnificence

Dictionaries

LSJ (μεγαλοπραγμοσύνη)
Middle Liddell (μεγαλοπραγμοσύνη)

Feminine

 SGDUPLTOTAL
NOM 1
ACC 3
GEN
DAT
VOC
TOTAL 4  

Form List

form parse count
μεγαλοπραγμοσύνη NOM.SG FEM 1
μεγαλοπραγμοσύνην ACC.SG FEM 3