συμμεσουράνησις NOUN

Count: 1

ShortDef

a being in the same meridian

Dictionaries

LSJ (συμμεσουράνησις)
Middle Liddell (συμμεσουράνησις)

Feminine

 SGDUPLTOTAL
NOM
ACC 1
GEN
DAT
VOC
TOTAL 1  

Form List

form parse count
συμμεσουρανήσεις ACC.PL FEM 1