πεντηκοστολόγος NOUN

Count: 11

ShortDef

a collector of the tax

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (πεντηκοστολόγος)
LSJ (πεντηκοστολόγος)
Middle Liddell (πεντηκοστολόγος)

Form List

form parse count
πεντηκοστολόγος NOM.SG MASC 2
πεντηκοστολόγοι NOM.PL MASC 5
πεντηκοστολόγους ACC.PL MASC 1
πεντηκοστολόγων GEN.PL MASC 2
πεντηκοστολόγοις DAT.PL MASC 1