πολυπραγμοσύνη NOUN

Count: 64

ShortDef

the character and conduct of the πολυπράγμων, curiosity, officiousness, meddlesomeness

Dictionaries

LSJ (πολυπραγμοσύνη)
Lexicon Thucydideum (πολυπραγμοσύνη)
Middle Liddell (πολυπραγμοσύνη)

Form List

form parse count
πολυπραγμοσύνη NOM.SG FEM 12
πολυπραγμοσύνην ACC.SG FEM 22
πολυπραγμοσύνης GEN.SG FEM 25
πολυπραγμοσύνῃ DAT.SG FEM 4
πολυπραγμοσύνας ACC.PL FEM 1