κακοπραγμοσύνη NOUN

Count: 15

ShortDef

evil-doing

Dictionaries

LSJ (κακοπραγμοσύνη)

Form List

form parse count
κακοπραγμοσύνη NOM.SG FEM 1
κακοπραγμοσύνην ACC.SG FEM 9
κακοπραγμοσύνης GEN.SG FEM 4
κακοπραγμοσύνῃ DAT.SG FEM 1