νομοδιδάσκαλος NOUN

Count: 9

ShortDef

a teacher of the law

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (νομοδιδάσκαλος)
LSJ (νομοδιδάσκαλος)
Middle Liddell (νομοδιδάσκαλος)

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 8
ACC
GEN 1
DAT
VOC
TOTAL 1 [] 8  

Form List

form parse count
νομοδιδάσκαλος NOM.SG MASC 1
νομοδιδάσκαλοι NOM.PL MASC 5
νομοδιδάσκαλοί NOM.PL MASC 2
νομοδιδασκάλων GEN.PL MASC 1