παραλογιστικός ADV
Count: 3
ShortDef
fallacious
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon (παραλογιστικός)
LSJ (παραλογιστικός)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
παραλογιστικός
(ADJ)
7
Form List
form | parse | count |
---|---|---|
παραλογιστικῶς | INDECL | 3 |