μετεωρολογικός ADV
Count: 1
ShortDef
skilled in meteorology
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon (μετεωρολογικός)
LSJ (μετεωρολογικός)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
μετεωρολογικός
(ADJ)
13
Μετεωρολογικός
(ADJ)
4
Form List
form | parse | count |
---|---|---|
μετεωρολογικῶς | INDECL | 1 |