τριακονταέτης ADJ

Count: 15

ShortDef

thirty years old

Dictionaries

LSJ (τριακονταέτης)
Middle Liddell (τριακονταέτης)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

τριακονταετής (ADJ) 15
τριακονταετής (NOUN) 7
τριακονταέτης (NOUN) 6