δακτυλιογλύφος NOUN

Count: 6

ShortDef

engraver of gems

Dictionaries

LSJ (δακτυλιογλύφος)
Middle Liddell (δακτυλιογλύφος)

Form List

form parse count
δακτυλιογλύφος NOM.SG MASC 2
δακτυλιογλύφου GEN.SG MASC 1
δακτυλιογλύφῳ DAT.SG MASC 1
δακτυλιογλύφοι NOM.PL MASC 1
δακτυλιογλύφων GEN.PL MASC 1