ἱστοριόγραφος NOUN

Count: 25

ShortDef

No short def.

Dictionaries

LSJ (ἱστοριόγραφος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

Ἱστοριόγραφος (ADJ) 1
ἱστοριόγραφος (ADJ) 2
ἱστοριογράφος (ADJ) 3
ἱστοριογράφος (NOUN) 14

Form List

form parse count
ἱστοριογράφου GEN.SG MASC 5
ἱστοριογράφοι NOM.PL MASC 1
ἱστοριογράφους ACC.PL MASC 4
ἱστοριογράφων GEN.PL MASC 11
ἱστοριογράφοις DAT.PL MASC 4