περιτείχισμα NOUN

Count: 37

ShortDef

a wall of circumvallation

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (περιτείχισμα)
LSJ (περιτείχισμα)
Lexicon Thucydideum (περιτείχισμα)
Middle Liddell (περιτείχισμα)

Form List

form parse count
περιτείχισμα NOM.SG NEUT 3
περιτείχισμα ACC.SG NEUT 13
περιτειχίσματος GEN.SG NEUT 12
περιτειχίσματι DAT.SG NEUT 6
περιτειχισμάτων GEN.PL NEUT 2
περιτειχίσμασιν DAT.PL NEUT 1