ἀντιστήριγμα NOUN

Count: 8

ShortDef

a prop

Dictionaries

LSJ (ἀντιστήριγμα)

Form List

form parse count
ἀντιστήριγμα NOM.SG NEUT 3
ἀντιστήριγμά NOM.SG NEUT 1
ἀντιστήριγμά ACC.SG NEUT 2
ἀντιστήριγμα ACC.SG NEUT 1
ἀντιστηρίγματα NOM.PL NEUT 1