ἀνδραποδισμός NOUN

Count: 53

ShortDef

a selling free men into slavery, enslaving

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀνδραποδισμός)
LSJ (ἀνδραποδισμός)
Lexicon Thucydideum (ἀνδραποδισμός)

Form List

form parse count
ἀνδραποδισμός NOM.SG MASC 2
ἀνδραποδισμὸν ACC.SG MASC 8
ἀνδραποδισμοῦ GEN.SG MASC 34
ἀνδραποδισμῷ DAT.SG MASC 2
ἀνδραποδισμοί NOM.PL MASC 1
ἀνδραποδισμοὺς ACC.PL MASC 6