περιτειχισμός NOUN

Count: 11

ShortDef

building a wall around

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (περιτειχισμός)
LSJ (περιτειχισμός)
Lexicon Thucydideum (περιτειχισμός)
Middle Liddell (περιτειχισμός)

Form List

form parse count
περιτειχισμὸς NOM.SG MASC 2
περιτειχισμὸν ACC.SG MASC 4
περιτειχισμόν ACC.SG MASC 2
περιτειχισμοῦ GEN.SG MASC 2
περιτειχισμῷ DAT.SG MASC 1