πεντηκόντορος NOUN

Count: 32

ShortDef

a ship of burden with fifty oars

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (πεντηκόντορος)
LSJ (πεντηκόντορος)
Lexicon Thucydideum (πεντηκόντορος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

πεντηκόντορος (ADJ) 1

Form List

form parse count
πεντηκόντορος NOM.SG MASC 6
πεντηκόντορον ACC.SG MASC 13
πεντηκοντόρου GEN.SG MASC 2
πεντηκοντόρῳ DAT.SG MASC 1
πεντηκοντόροιν GEN.DU MASC 1
πεντηκόντοροι NOM.PL MASC 1
πεντηκοντόρους ACC.PL MASC 6
πεντηκοντόροις DAT.PL MASC 2