στεφανηφορία NOUN

Count: 8

ShortDef

the wearing a wreath

Dictionaries

LSJ (στεφανηφορία1)
Middle Liddell (στεφανηφορία)

Form List

form parse count
στεφανηφορία NOM.SG FEM 2
στεφαναφορίαν ACC.SG FEM 2
στεφανηφορίαν ACC.SG FEM 2
στεφανηφορίας GEN.SG FEM 1
στεφανηφορίαις DAT.PL FEM 1