παρακαταβολή NOUN

Count: 11

ShortDef

money deposited in court

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (παρακαταβολή)
LSJ (παρακαταβολή)
Middle Liddell (παρακαταβολή)

Form List

form parse count
παρακαταβολὴ NOM.SG FEM 3
παρακαταβολή NOM.SG FEM 2
παρακαταβολῆς GEN.SG FEM 2
παρακαταβολάς ACC.PL FEM 2
παρακαταβολὰς ACC.PL FEM 2