δραματουργία NOUN

Count: 6

ShortDef

dramatic work, a drama

Dictionaries

LSJ (δραματουργία)
Middle Liddell (δραματουργία)

Form List

form parse count
δραματουργία NOM.SG FEM 1
δραματουργίαν ACC.SG FEM 2
δραματουργίας GEN.SG FEM 1
δραματουργίᾳ DAT.SG FEM 1
δραματουργίαις DAT.PL FEM 1