συνδιαίτησις NOUN

Count: 19

ShortDef

a living together, intercourse

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συνδιαίτησις)
LSJ (συνδιαίτησις)

Form List

form parse count
συνδιαίτησις NOM.SG FEM 1
συνδιαίτησιν ACC.SG FEM 3
συνδιαιτήσεως GEN.SG FEM 8
ξυνδιαιτήσεως GEN.SG FEM 1
συνδιαιτήσει DAT.SG FEM 3
συνδιαιτήσεις ACC.PL FEM 2
συνδιαιτήσεσι DAT.PL FEM 1