συμπλεκτικός NOUN

Count: 1

ShortDef

twining

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συμπλεκτικός)
LSJ (συμπλεκτικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

συμπλεκτικός (ADJ) 30
συμπλεκτικός (ADV) 1

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 1
ACC
GEN
DAT
VOC
TOTAL 1  

Form List

form parse count
συμπλεκτικοὶ NOM.PL MASC 1