συγγυμναστής NOUN

Count: 10

ShortDef

a companion in bodily exercises

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συγγυμναστής)
LSJ (συγγυμναστής)
Middle Liddell (συγγυμναστής)

Form List

form parse count
συγγυμναστὴς NOM.SG MASC 1
συγγυμναστήν ACC.SG MASC 2
συγγυμναστὴν ACC.SG MASC 2
συνγυμναστὴν ACC.SG MASC 1
συγγυμνασταί NOM.PL MASC 1
συγγυμνασταὶ NOM.PL MASC 1
συγγυμναστῶν GEN.PL MASC 2