μελιττουργός NOUN

Count: 16

ShortDef

a bee-keeper

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (μελιττουργός)
LSJ (μελιττουργός)
Middle Liddell (μελιττουργός)

Form List

form parse count
μελιττουργός NOM.SG MASC 1
μελιττουργὸς NOM.SG MASC 1
μελιττουργὸν ACC.SG MASC 1
μελιττουργοὶ NOM.PL MASC 7
μελιττουργοί NOM.PL MASC 3
μελιττουργῶν GEN.PL MASC 2
μελιττουργοῖς DAT.PL MASC 1