χρεωφειλέτης NOUN

Count: 29

ShortDef

a debtor, one in debt

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (χρεωφειλέτης)
LSJ (χρεωφειλέτης)

Form List

form parse count
χρεωφειλέτης NOM.SG MASC 3
χρεωφειλέτην ACC.SG MASC 6
χρεωφειλέτου GEN.SG MASC 3
χρεωφειλέται NOM.PL MASC 7
χρεοφειλέται NOM.PL MASC 1
χρεωφειλέτας ACC.PL MASC 5
χρεωφειλετῶν GEN.PL MASC 2
χρεοφειλετῶν GEN.PL MASC 1
χρεωφειλέταις DAT.PL MASC 1