συνουσιαστής NOUN

Count: 8

ShortDef

a companion, disciple

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συνουσιαστής)
LSJ (συνουσιαστής)
Middle Liddell (συνουσιαστής)

Form List

form parse count
συνουσιαστής NOM.SG MASC 2
συνουσιαστὴν ACC.SG MASC 1
συνουσιαστάς ACC.PL MASC 2
συνουσιαστὰς ACC.PL MASC 1
συνουσιαστῶν GEN.PL MASC 2