πανηγυριστής NOUN

Count: 7

ShortDef

one who attends a πανήγυρις

Dictionaries

LSJ (πανηγυριστής)
Middle Liddell (πανηγυριστής)

Form List

form parse count
πανηγυρισταί NOM.PL MASC 1
πανηγυρισταὶ NOM.PL MASC 1
πανηγυριστάς ACC.PL MASC 1
πανηγυριστῶν GEN.PL MASC 2
πανηγυριστέων GEN.PL MASC 1
πανηγυρισταῖς DAT.PL MASC 1