διαζευκτικός ADV
Count: 2
ShortDef
disjunctive
Dictionaries
LSJ (διαζευκτικός)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
διαζευκτικός
(ADJ)
44
διαζευκτικός
(NOUN)
1
Form List
form | parse | count |
---|---|---|
διαζευκτικῶς | INDECL | 2 |