πλεονεκτικός ADV

Count: 11

ShortDef

disposed to take too much, greedy

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (πλεονεκτικός)
LSJ (πλεονεκτικός)
Middle Liddell (πλεονεκτικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

πλεονεκτικός (ADJ) 20

Form List

form parse count
πλεονεκτικῶς INDECL 11