συνεστηκότως ADV

Count: 1

ShortDef

steadfastly, gravely

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συνεστηκότως)
LSJ (συνεστηκότως)
Middle Liddell (συνεστηκότως)

Form List

form parse count
συνεστηκότως INDECL 1