διακαρτερέω VERB

Count: 87

ShortDef

to endure to the end, last out

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διακαρτερέω)
LSJ (διακαρτερέω)

Form List

form parse count
διακαρτερεῖν PRES ACT INF 12
διακαρτερεῖς PRES ACT 2SG IND 1
διακαρτερεῖ PRES ACT 3SG IND 3
διακαρτεροῦσιν PRES ACT 3PL IND 2
διακαρτερῶμεν PRES ACT 1PL SBJV 1
διακαρτερῶν PRES ACT NOM.SG MASC PTCP 1
διακαρτερέων PRES ACT NOM.SG MASC PTCP 1
διακαρτεροῦντα PRES ACT ACC.SG MASC PTCP 1
διακαρτεροῦντός PRES ACT GEN.SG MASC PTCP 1
διακαρτεροῦντες PRES ACT NOM.PL MASC PTCP 3
διακαρτεροῦντας PRES ACT ACC.PL MASC PTCP 1
διακαρτερούντων PRES ACT GEN.PL MASC PTCP 2
διεκαρτέρει IMPRF ACT 3SG IND 5
διεκαρτέρεε IMPRF ACT 3SG IND 1
διεκαρτέρουν IMPRF ACT 3PL IND 27
διακαρτερῆσαι AOR ACT INF 1
διεκαρτέρησα AOR ACT 1SG IND 2
διεκαρτέρησε AOR ACT 3SG IND 6
διεκαρτέρησεν AOR ACT 3SG IND 3
διεκαρτέρησαν AOR ACT 3PL IND 2
διακαρτερήσωμεν AOR ACT 1PL SBJV 1
διακαρτερήσωσι AOR ACT 3PL SBJV 1
διακαρτερήσωσιν AOR ACT 3PL SBJV 1
διακαρτερήσας AOR ACT NOM.SG MASC PTCP 3
διακαρτερήσαντα AOR ACT ACC.SG MASC PTCP 1
διακαρτερήσαντι AOR ACT DAT.SG MASC PTCP 1
διακαρτερήσαντες AOR ACT NOM.PL MASC PTCP 3