περικάλυμμα NOUN

Count: 10

ShortDef

covering, garment

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (περικάλυμμα)
LSJ (περικάλυμμα)

Form List

form parse count
περικάλυμμά NOM.SG NEUT 1
περικάλυμμα NOM.SG NEUT 1
περικαλύμματι DAT.SG NEUT 1
περικαλύμματα NOM.PL NEUT 3
περικαλύμματα ACC.PL NEUT 3
περικαλυμμάτων GEN.PL NEUT 1