συκοφάντημα NOUN

Count: 16

ShortDef

a sycophant's trick, false accusation, calumny

Dictionaries

LSJ (συκοφάντημα)
Middle Liddell (συκοφάντημα)

Form List

form parse count
συκοφάντημα NOM.SG NEUT 3
συκοφάντημα ACC.SG NEUT 5
συκοφαντήματος GEN.SG NEUT 3
συκοφαντήματα NOM.PL NEUT 1
συκοφαντήματ’ NOM.PL NEUT 1
συκοφαντήματα ACC.PL NEUT 1
συκοφαντημάτων GEN.PL NEUT 1
συκοφαντήμασι DAT.PL NEUT 1