κατακάλυμμα NOUN

Count: 14

ShortDef

covering, veil

Dictionaries

LSJ (κατακάλυμμα)

Form List

form parse count
κατακάλυμμα NOM.SG NEUT 3
κατακάλυμμά NOM.SG NEUT 2
κατακάλυμμα ACC.SG NEUT 7
κατακάλυμμά ACC.SG NEUT 1
κατακαλύμματα ACC.PL NEUT 1