διατείχισμα NOUN

Count: 43

ShortDef

a place walled off and fortified

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διατείχισμα)
LSJ (διατείχισμα)
Lexicon Thucydideum (διατείχισμα)
Middle Liddell (διατείχισμα)

Form List

form parse count
διατείχισμα NOM.SG NEUT 2
διατείχισμά NOM.SG NEUT 1
διατείχισμα ACC.SG NEUT 14
διατείχισμ’ ACC.SG NEUT 1
διατειχίσματος GEN.SG NEUT 13
διατειχίσματι DAT.SG NEUT 6
διατειχίσματα ACC.PL NEUT 3
διατειχισμάτων GEN.PL NEUT 1
διατειχίσμασιν DAT.PL NEUT 2