κωμῳδιοποιός NOUN

Count: 83

ShortDef

No short def.

Dictionaries

LSJ (κωμῳδιοποιός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

κωμῳδιοποιος (ADJ) 1

Form List

form parse count
κωμῳδιοποιὸς NOM.SG MASC 45
κωμῳδιοποιός NOM.SG MASC 6
κωμωδιοποιός NOM.SG MASC 1
κωμῳδιοποιὸν ACC.SG MASC 8
κωμῳδιοποιόν ACC.SG MASC 1
κωμῳδιοποιοῦ GEN.SG MASC 7
κωμῳδιοποιῷ DAT.SG MASC 4
κωμῳδιοποιοὶ NOM.PL MASC 3
κωμῳδιοποιοὺς ACC.PL MASC 2
κωμῳδιοποιῶν GEN.PL MASC 5
κωμῳδιοποιοῖς DAT.PL MASC 1