μαστιγοφόρος NOUN

Count: 13

ShortDef

carrying a whip

Dictionaries

LSJ (μαστιγοφόρος)
Lexicon Thucydideum (μαστιγοφόρος)
Middle Liddell (μαστιγοφόρος)

Form List

form parse count
μαστιγοφόρος NOM.SG MASC 1
μαστιγοφόρον ACC.SG MASC 1
μαστιγοφόρου GEN.SG MASC 1
μαστιγοφόρῳ DAT.SG MASC 3
μαστιγοφόροι NOM.PL MASC 2
μαστιγοφόρους ACC.PL MASC 3
μαστιγοφόρων GEN.PL MASC 1
μαστιγοφόροις DAT.PL MASC 1