συνοδοιπόρος NOUN

Count: 13

ShortDef

a fellow-traveller

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συνοδοιπόρος)
Middle Liddell (συνοδοιπόρος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

συνοδοίπορος (NOUN) 2

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 3
ACC 6
GEN 1
DAT 3
VOC
TOTAL 13  

Form List

form parse count
συνοδοιπόρος NOM.SG MASC 3
συνοδοιπόρον ACC.SG MASC 6
συνοδοιπόρου GEN.SG MASC 1
συνοδοιπόρῳ DAT.SG MASC 2
συνοδοιπόρωι DAT.SG MASC 1