συμποσίαρχος NOUN

Count: 19

ShortDef

the president of a drinking-party, toastmaster

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συμποσίαρχος)
LSJ (συμποσίαρχος)
Middle Liddell (συμποσίαρχος)

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 8
ACC 6
GEN 2
DAT 2
VOC 1
TOTAL 19  

Form List

form parse count
συμποσίαρχος NOM.SG MASC 8
συμποσίαρχον ACC.SG MASC 6
συμποσιάρχου GEN.SG MASC 2
συμποσιάρχῳ DAT.SG MASC 2
συμποσίαρχε VOC.SG MASC 1