καταλοχισμός NOUN

Count: 8

ShortDef

distribution into bodies

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (καταλοχισμός)
LSJ (καταλοχισμός)

Form List

form parse count
καταλοχισμὸς NOM.SG MASC 4
καταλοχισμῷ DAT.SG MASC 1
καταλοχισμούς ACC.PL MASC 1
καταλοχισμῶν GEN.PL MASC 1
καταλοχισμοῖς DAT.PL MASC 1