τριτογένεια NOUN

Count: 3

ShortDef

Trito-born

Dictionaries

LSJ (Τριτογένεια)
Cunliffe (Hompers) (Τριτογένεια)
Cunliffe (Lex Entries) (τριτογένεια)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

Τριτογένεια (ADJ) 4
Τριτογένεια (NOUN) 25

Feminine

 SGDUPLTOTAL
NOM 1
ACC 1
GEN
DAT
VOC 1
TOTAL 3  

Form List

form parse count
τριτογένεια NOM.SG FEM 1
τριτογένειαν ACC.SG FEM 1
τριτογένεια VOC.SG FEM 1