δεκατηλόγος NOUN

Count: 6

ShortDef

a tithe-collector

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (δεκατηλόγος)
LSJ (δεκατηλόγος)
Middle Liddell (δεκατηλόγος)

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 3
ACC 3
GEN
DAT
VOC
TOTAL 2 4  

Form List

form parse count
δεκατηλόγος NOM.SG MASC 1
δεκατηλόγον ACC.SG MASC 1
δεκατηλόγοι NOM.PL MASC 2
δεκατηλόγους ACC.PL MASC 2