καλλωπιστής NOUN

Count: 7

ShortDef

one who adorns himself, dandy

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (καλλωπιστής)
LSJ (καλλωπιστής)

Form List

form parse count
καλλωπιστὴς NOM.SG MASC 2
καλλωπιστής NOM.SG MASC 1
καλλωπιστέα ACC.SG MASC 1
καλλωπιστήν ACC.SG MASC 1
καλλωπιστοῦ GEN.SG MASC 1
καλλωπισταί NOM.PL MASC 1