περιορισμός NOUN

Count: 7

ShortDef

a limitation

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (περιορισμός)
LSJ (περιορισμός)

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 1
ACC 4
GEN 2
DAT
VOC
TOTAL 3 4  

Form List

form parse count
περιορισμὸν ACC.SG MASC 3
περιορισμοὶ NOM.PL MASC 1
περιορισμούς ACC.PL MASC 1
περιορισμῶν GEN.PL MASC 2