μειρακίσκος NOUN

Count: 25

ShortDef

a lad, stripling

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (μειρακίσκος)
LSJ (μειρακίσκος)

Form List

form parse count
μειρακίσκος NOM.SG MASC 18
μειρακίσκον ACC.SG MASC 2
μειρακίσκου GEN.SG MASC 1
μειρακίσκοι NOM.PL MASC 2
μειρακίσκους ACC.PL MASC 1
μειρακίσκων GEN.PL MASC 1