χρηματιστής NOUN

Count: 54

ShortDef

a man in business, money-getter, trafficker

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (χρηματιστής)
LSJ (χρηματιστής)
Middle Liddell (χρηματιστής)

Form List

form parse count
χρηματιστὴς NOM.SG MASC 18
χρηματιστής NOM.SG MASC 8
χρηματιστὴν ACC.SG MASC 12
χρηματιστήν ACC.SG MASC 3
χρηματιστοῦ GEN.SG MASC 1
χρηματισταὶ NOM.PL MASC 5
χρηματισταί NOM.PL MASC 1
χρηματιστὰς ACC.PL MASC 4
χρηματιστῶν GEN.PL MASC 2