προσκυνητής NOUN

Count: 16

ShortDef

a worshipper

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (προσκυνητής)
LSJ (προσκυνητής)

Form List

form parse count
προσκυνητής NOM.SG MASC 1
προσκυνητὴς NOM.SG MASC 1
προσκυνητὴν ACC.SG MASC 1
προσκυνηταί NOM.PL MASC 5
προσκυνηταὶ NOM.PL MASC 3
προσκυνητὰς ACC.PL MASC 2
προσκυνητάς ACC.PL MASC 1
προσκυνηταῖς DAT.PL MASC 2