μεταλλευτής NOUN

Count: 8

ShortDef

one who searches for metals, a miner

Dictionaries

LSJ (μεταλλευτής)
Middle Liddell (μεταλλευτής)

Form List

form parse count
μεταλλευτής NOM.SG MASC 1
μεταλλευτὴς NOM.SG MASC 1
μεταλλευταὶ NOM.PL MASC 1
μεταλλευτὰς ACC.PL MASC 1
μεταλλευτῶν GEN.PL MASC 2
μεταλλευταῖς DAT.PL MASC 2