διερευνητής NOUN

Count: 4

ShortDef

a scout

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διερευνητής)
LSJ (διερευνητής)
Middle Liddell (διερευνητής)

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 2
ACC 2
GEN
DAT
VOC
TOTAL 4  

Form List

form parse count
διερευνηταὶ NOM.PL MASC 2
διερευνητάς ACC.PL MASC 1
διερευνητὰς ACC.PL MASC 1