οἰκονομικός ADV
Count: 7
ShortDef
practised in the management of a household
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon (οἰκονομικός)
LSJ (οἰκονομικός)
Middle Liddell (οἰκονομικός)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
οἰκονομικός
(ADJ)
88
Οῖκονομικός
(ADJ)
1
Οἰκονομικός
(ADJ)
2
Οἰκονομικός
(NOUN)
2
Form List
form | parse | count |
---|---|---|
οἰκονομικῶς | INDECL | 7 |